
Ζευγάρια στην Λουξεμβούργο
Last updated on: 11.05.2022
Η έκδοση αυτής της σελίδας στην αγγλική και εθνική γλώσσα διατηρείται από τον εκάστοτε συνομιλητή. Οι μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες πραγματοποιούνται και επικαιροποιούνται σταδιακά. Επομένως, πιθανές πρόσφατες ενημερώσεις ενδέχεται να μην είναι διαθέσιμες σε αυτήν την έκδοση γλωσσών. Για την πιο πρόσφατη έκδοση, ελέγξτε την έκδοση στην αγγλική ή εθνική γλώσσα.
1.1. Ποιο είναι το δίκαιο που εφαρμόζεται αναφορικά με τις περιουσιακές σχέσεις ενός ζευγαριού; Ποια είναι τα κριτήρια/κανόνες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου; Ποιες διεθνείς συνθήκες πρέπει να τηρούνται σε ορισμένες χώρες;
Εκτός εάν οι μέλλοντες σύζυγοι επιλέξουν άλλως, το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων τους είναι αυτό της ιθαγένειάς τους, εφόσον διαθέτουν κοινή ιθαγένεια. Εάν είναι διαφορετικής ιθαγένειας, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται από το εσωτερικό δίκαιο του κράτους στο οποίο αμφότεροι οι σύζυγοι εγκαθιστούν την πρώτη συνήθη διαμονή τους μετά τον γάμο (άρθρο 4 της σύμβασης της Χάγης, της 14ης Μαρτίου 1978, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, της οποίας οι διατάξεις μεταφέρθηκαν στο λουξεμβουργιανό δίκαιο με το νόμο της 17ης Μαρτίου 1984).1.2. Οι σύζυγοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο; Εάν ναι, ποιες αρχές διέπουν αυτή την επιλογή (π.χ. τα δίκαια προς επιλογή, οι τυπικές προϋποθέσεις, η αναδρομική ισχύς);
Οι μέλλοντες σύζυγοι, ακόμη και εάν διαθέτουν κοινή ιθαγένεια, δύνανται να προβούν σε μια ρυθμιζόμενη και περιορισμένη επιλογή περί του δικαίου που θα διέπει τις περιουσιακές σχέσεις τους. Δύνανται να επιλέξουν ένα από τα ακόλουθα δίκαια: το δίκαιο οποιουδήποτε κράτους του οποίου ένας από τους μέλλοντες συζύγους διαθέτει την ιθαγένεια κατά τον χρόνο της επιλογής· το δίκαιο του κράτους στο οποίο ένας από τους μέλλοντες συζύγους διατηρεί τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο της επιλογής· το δίκαιο του πρώτου κράτους στο οποίο κάποιος από τους συζύγους εγκαθιστά νέα συνήθη διαμονή μετά τον γάμο (άρθρα 3 και 6 της σύμβασης της Χάγης).Ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου πρέπει να γίνεται με ρητή διάταξη, υπό τον τύπο που προβλέπεται για τις γαμήλιες συμβάσεις, ή να συνάγεται σιωπηρά αλλά αναγκαία από τις διατάξεις γαμήλιας σύμβασης (άρθρα 11 και 13 της σύμβασης της Χάγης). Το άρθρο 1387 του Αστικού Κώδικα (Codecivil– ΑΚ) ορίζει ότι το επιλεγέν δίκαιο δεν πρέπει να προσκρούει στα χρηστά ήθη ή στα άρθρα 1388 επ. του Αστικού Κώδικα.
2.1. Παρακαλούμε περιγράψτε τις γενικές αρχές: Ποια αγαθά αποτελούν μέρος της κοινοκτημοσύνης περιουσιακών στοιχείων; Ποια αγαθά αποτελούν μέρος των ξεχωριστών περιουσιών των συζύγων;
Το εκ του νόμου καθεστός ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων είναι αυτό της κοινοκτημοσύνης, στο οποίο γινεται αναφορα επισης ως σύστημα συμμετοχής στα αποκτήματα (άρθρο 1400 ΑΚ). Το εν λόγω σύστημα διακρίνει μεταξύ της κοινής περιουσίας και της ξεχωριστής περιουσίας εκάστου συζύγου.Στην κοινή περιουσία περιλαμβάνονται τα αποκτήματα, δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από τα επαγγελματικά εισοδήματα των συζύγων, οι καρποί και τα εισοδήματα από τις προσωπικές τους περιουσίες, και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν έναντι πληρωμής από καθέναν από τους συζύγους κατά τη διάρκεια του γάμου (άρθρο 1401 ΑΚ).
Στην προσωπική περιουσία εκάστου συζύγου περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία που ήδη ανήκαν στον εκάστοτε σύζυγο κατά την ημέρα τέλεσης του γάμου, τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από τον εκάστοτε σύζυγο κατά τη διάρκεια του γάμου μέσω κληρονομίας ή δωρεάς (άρθρο 1405 ΑΚ), και τα περιουσιακά στοιχεία προσωπικής φύσης που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου και θεωρούνται προσωπική περιουσία του εκάστοτε ενός από τους συζύγους (άρθρο 1404 ΑΚ).
2.2. Υπάρχουν νομικές προϋποθέσεις σχετικά με την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων;
Σύμφωνα με το άρθρο 1402 του Αστικού Κώδικα, κάθε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, τεκμαίρεται ότι ανήκει στην κοινή περιουσία, εκτός εάν αποδειχθεί ότι αποτελεί προσωπική περιουσία του ενός από τους συζύγους σύμφωνα με διάταξη νόμου.Σύμφωνα με το άρθρο 1421-1 παράγραφος 4 του Αστικού Κώδικα τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία κανείς από τους συζύγους δεν μπορεί να αποδείξει ότι τα απέκτησε ατομικά κατά τη διάρκεια του γάμου, τεκμαίρεται ότι αποκτήθηκαν από αμφότερους τους συζύγους.
2.3. Οι σύζυγοι πρέπει να προβούν σε απογραφή των περιουσιακών στοιχείων; Εάν ναι, πότε και με ποιον τρόπο;
Δεν υφίστανται διατάξεις που να προβλέπουν τη σύνταξη απογραφής. Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές διαφορές, ενδέχεται να ενδείκνυται η σύνταξη μιας συμβολαιογραφικά πιστοποιημένης απογραφής.2.4. Ποιος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων; Ποιος έχει δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων; Μπορεί ένας εκ των συζύγων να διαθέσει/διαχειριστεί την περιουσία μόνος του ή είναι απαραίτητη η συναίνεση του έτερου συζύγου (π.χ. στις περιπτώσεις διάθεσης της οικίας των συζύγων); Ποια είναι η επίδραση ενδεχόμενης απουσίας συναίνεσης στην εγκυρότητα μιας νομικής συναλλαγής και στο αντιτάξιμο κατά τρίτων;
Κάθε σύζυγος δύναται να διαχειρίζεται, χρησιμοποιεί και διαθέτει την προσωπική περιουσία του (άρθρο 1428 ΑΚ), υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπει το άρθρο 215 του Αστικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι οι σύζυγοι δεν δύνανται, παρ' εκτός ενεργώντας από κοινού, να διαθέτουν τα δικαιώματα με τα οποία διασφαλίζεται η στέγαση της οικογένειας ή τα έπιπλα που απαιτούνται για την οικογενειακή στέγη. Ο κάθε σύντροφος διαχειρίζεται μόνος του και διαθέτει ελεύθερα, τα περιουσιακά στοιχεία που έχει εισφέρει στην κοινή περιουσία με δική του πρωτοβουλία (άρθρο 1421 ΑΚ).Ένας σύζυγος δεν δύναται να διαθέσει χωρίς τη συναίνεση του άλλου συζύγου περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από κοινού από τους συζύγους κατά τη διάρκεια του γάμου (άρθρο 1421-1 ΑΚ).
Στην περίπτωση που ένας σύζυγος προβαίνει μόνος του σε πράξη διαχείρισης, χρήσης ή διάθεσης ορισμένου κινητού περιουσιακού στοιχείου το οποίο κατέχει ατομικά, τεκμαίρεται όσον αφορά τους καλόπιστους τρίτους ότι νομιμοποιείται να προβεί στην εν λόγω πράξη και ενεργώντας μόνος του. Ο εν λόγω κανόνας δεν τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά τις δικαιοπραξίες από χαριστική αιτία. Ο εν λόγω κανόνας δεν ισχύει επίσης όσον αφορά τα έπιπλα που αναφέρονται στο άρθρο 215 παράγραφος 2 του Αστικού Κώδικα και τα κινητά αντικείμενα από των οποίων τη φύση προκύπτει το συμπέρασμα ότι ανήκουν στον άλλο σύζυγο, λόγω του προσωπικού χαρακτήρα τους (άρθρο 222 ΑΚ).
Έκαστος σύζυγος ευθύνεται για κάθε πταίσμα που τον βαρύνει κατά την εκ μέρους του διαχείριση (άρθρο 1421-1 παράγραφος 3 ΑΚ). Εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις περί αστικής ευθύνης. Σε περίπτωση απάτης ή υπέρβασης εξουσίας, δύναται να ασκηθεί αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας που διενεργήθηκε από τον ένα σύζυγο με αντικείμενο στοιχείο της κοινής περιουσίας. Η αγωγή ακύρωσης δύναται να ασκηθεί από τον άλλο σύζυγο εντός δύο ετών από την ημέρα κατά την οποία έλαβε γνώση της πράξης, σε κάθε περίπτωση όμως εντός δύο ετών από τη λύση της κοινοκτημοσύνης (άρθρο 1427 ΑΚ).
2.5. Υπάρχουν δικαιοπραξίες που καταρτίζονται από τον ένα σύζυγο αλλά δεσμεύουν και τον άλλο;
Έκαστος σύζυγος δύναται και μόνος του να συνάπτει συμβάσεις για τη συντήρηση του νοικοκυριού και την ανατροφή των τέκνων. Οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει στο πλαίσιο αυτό ο ένας σύζυγος βαρύνουν από κοινού και εις ολόκληρον και τον άλλο. Από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη δεν γεννάται στην περίπτωση δαπανών που κρίνονται προφανώς υπερβολικές, λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου διαβίωσης της οικογένειας, της χρησιμότητας ή μη της συναλλαγής και της καλής ή κακής πίστης του τρίτου αντισυμβαλλόμενου. Ομοίως, από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη δεν γεννάται για υποχρεώσεις που απορρέουν από αγορές με δόσεις οι οποίες δεν συνάφθηκαν με τη συναίνεση αμφότερων των συζύγων (άρθρο 220 ΑΚ).2.6. Ποιος είναι υπεύθυνος για χρέη που συνάφθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου; Ποια περιουσιακά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι πιστωτές προκειμένου να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις τους;
Έκαστος σύζυγος ευθύνεται για τις προσωπικές αυτού υποχρεώσεις (άρθρο 1410 ΑΚ).Για τις προσωπικές υποχρεώσεις, οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να κινήσουν διαδικασία εκτέλεσης κατά της προσωπικής περιουσίας του συζύγου που ανέλαβε την εκάστοτε υποχρέωση και κατά της περιουσίας που αυτός απέκτησε ατομικά κατά τη διάρκεια του γάμου (άρθρα 1411 έως 1413 ΑΚ).
Για τις κοινές υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν από έναν μόνο από τους συζύγους ενεργούντα ατομικά, οι πιστωτές δύνανται να στραφούν κατά ολόκληρης της κοινής περιουσίας και κατά της προσωπικής περιουσίας του συζύγου που ανέλαβε την υποχρέωση. Καταρχήν, δεν δύνανται να στραφούν κατά της προσωπικής περιουσίας του συζύγου που δεν ανέλαβε την υποχρέωση, εκτός εάν η εν λόγω υποχρέωση αναλήφθηκε προσωπικά, από κοινού και εις ολόκληρον από αμφότερους τους συζύγους, ή εάν ο σύζυγος που δεν ανέλαβε την υποχρέωση εγγυήθηκε την εκπλήρωσή της (άρθρα 1412 έως 1414 ΑΚ).
3.1. Ποιες διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν από ένα σύμφωνο και ποιες όχι; Ποια καθεστώτα που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων μπορούν να επιλεγούν;
Οι σύζυγοι δεν υποχρεούνται να υπαχθούν στο νόμιμο σύστημα, αλλά δύνανται να συνάψουν γαμήλια σύμβαση που θα συνάδει προς τις προσωπικές ανάγκες τους.Ο Αστικός Κώδικας ορίζει τρεις κύριες κατηγορίες συμβατικών συστημάτων:
- τα συστήματα κοινοκτημοσύνης,
- το σύστημα διαχωρισμού των περιουσιών,
- το σύστημα συμμετοχής στα αποκτήματα.
Όλα τα συμβατικά συστήματα στηρίζονται στην αρχή ότι οι σύζυγοι είναι ελεύθεροι να υιοθετήσουν το καθεστώς ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών τους της επιλογής τους. Ωστόσο, η ελευθερία επιλογής τους υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, καθώς πρέπει να τηρήσουν ορισμένες αρχές.
Συγκεκριμένα, η γαμήλια σύμβαση δεν μπορεί να προσκρούει στα χρηστά ήθη (άρθρο 1387 ΑΚ), να αποκλίνει από τους κανόνες που διέπουν τη γονική μέριμνα, τη νόμιμη αντιπροσώπευση και την κηδεμονία (άρθρο 1388 ΑΚ) ή να περιλαμβάνει οποιαδήποτε συμφωνία ή παραίτηση από δικαίωμα που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της νόμιμης σειράς κληρονομικής διαδοχής (άρθρο 1389 ΑΚ). Οι διατάξεις των άρθρων 212 έως 226 του Αστικού Κώδικα πρέπει να τηρούνται υποχρεωτικά, πλην εκείνων που επιτρέπουν απόκλιση από τους όρους τους μέσω γαμήλιας σύμβασης.
Τα συστήματα κοινοκτημοσύνης προβλέπονται στα άρθρα 1497 και επόμενα του Αστικού Κώδικα. Οι σύζυγοι δύνανται να επιλέξουν από μια σειρά συστημάτων ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών τους, εκ των οποίων το πλέον γνωστό είναι αυτό της καθολικής κοινοκτημοσύνης, που προβλέπεται στο άρθρο 1526 του Αστικού Κώδικα. Στην περίπτωση της καθολικής κοινοκτημοσύνης, το σύνολο της υφιστάμενης και μελλοντικής περιουσίας, κινητής και ακίνητης, αποτελεί κοινή περιουσία. Ως εκ τούτου, οι σύζυγοι δεν διαθέτουν προσωπική περιουσία, με μοναδική εξαίρεση τα περιουσιακά στοιχεία που από την ίδια τη φύση τους αποτελούν προσωπική περιουσία του ενός συζύγου. Όλες οι υποχρεώσεις των συζύγων είναι κοινές, και αμφότεροι οι σύζυγοι ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για την εκπλήρωσή τους. Τούτο ισχύει ακόμη και για τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ένας από τους συζύγους πριν από τον γάμο.
Το σύστημα του διαχωρισμού των περιουσιών ρυθμίζεται από τα άρθρα 1536 έως 1541 του Αστικού Κώδικα. Στο σύστημα αυτό, οι σύζυγοι δεν διαθέτουν καταρχήν κοινή περιουσία. Όλα τα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν είτε στον ένα είτε στον άλλο σύζυγο. Έκαστος σύζυγος διατηρεί το δικαίωμα διαχείρισης, χρήσης και ελεύθερης διάθεσης της ίδιας αυτού περιουσίας, και ευθύνεται για τις υποχρεώσεις που ο ίδιος ανέλαβε είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια του γάμου (άρθρο 1536 ΑΚ). Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι υποχρεώσεις που ανέλαβε οποιοσδήποτε ένας από τους συζύγους για τη συντήρηση του νοικοκυριού ή την ανατροφή των τέκνων.
Το σύστημα της συμμετοχής στα αποκτήματα ρυθμίζεται από τα άρθρα 1569 έως 1581 του Αστικού Κώδικα. Έκαστος σύζυγος διατηρεί το δικαίωμα διαχείρισης, χρήσης και ελεύθερης διάθεσης της ίδιας αυτού περιουσίας. Κατά τη διάρκεια του γάμου, το εν λόγω σύστημα ενεργεί ως εάν οι σύζυγοι να διέπονταν από το σύστημα του διαχωρισμού των περιουσιών, ενώ κατά τον χρόνο της λύσης του ενεργεί ως σύστημα κοινοκτημοσύνης (άρθρο 1569 ΑΚ).
3.2. Ποιες είναι οι τυπικές προϋποθέσεις και με ποιον πρέπει να επικοινωνήσω;
Όλες οι γαμήλιες συμβάσεις πρέπει να συναφθούν με συμβολαιογραφική πράξη (άρθρο 1394 ΑΚ). Ως εκ τούτου, για την κατάρτιση τέτοιας σύμβασης είναι αναγκαία η προσφυγή σε συμβολαιογράφο.3.3. Πότε μπορεί να συναφθεί ένα σύμφωνο και πότε τίθεται σε ισχύ;
Γαμήλια σύμβαση είναι δυνατόν να συναφθεί είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια του γάμου. Εάν συναφθεί πριν από τον γάμο, δεν δύναται να τεθεί σε ισχύ πριν από την ημέρα τέλεσης του γάμου (άρθρο 1395 ΑΚ). Εάν συναφθεί κατά τη διάρκεια του γάμου, ισχύει μεταξύ των μερών από την ημερομηνία της συμβολαιογραφικής πράξης (άρθρο 1397 παράγραφος 2 ΑΚ).3.4. Μπορούν οι σύζυγοι να τροποποιήσουν ένα υπάρχον σύμφωνο; Εάν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;
Αφού παρέλθουν δύο έτη ισχύος του (συμβατικού ή νόμιμου) καθεστώτος ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, οι σύζυγοι δύνανται, με συμβολαιογραφική πράξη και υπό ορισμένους περιορισμούς, να προβούν στις τροποποιήσεις που τυχόν επιθυμούν στο εν λόγω καθεστώς ή και να το μεταβάλλουν συνολικά (άρθρο 1397 παράγραφος 1 ΑΚ).3.5. Σύμφωνα με την εθνική σας νομοθεσία, είναι δυνατόν να αποκτήσει αναδρομική ισχύ η γαμική σύμβαση που συνάπτεται από τους συζύγους κατά τη διάρκεια του γάμου;
Όχι4.1. Μπορούν να υπάρχουν μία ή περισσότερες καταχωρήσεις περιουσιακών στοιχείων των συζύγων στη χώρα σας; Πού;
Στο Λουξεμβούργο, οι γαμήλιες συμβάσεις δημοσιοποιούνται μέσω της υποβολής αποσπάσματος της σύμβασης στο ληξιαρχικό μητρώο που τηρείται στην Εισαγγελία και της πραγματοποίησης σχετικής εγγραφής στον φάκελο [άρθρα 1018, 1026, 1126 επ. του Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΝΚΠΟΛΔ)].Ιδιαίτερο καθεστώς ισχύει για τις γαμήλιες συμβάσεις που προβλέπουν την απόδοση, σε περίπτωση που ο ένας σύζυγος επιζήσει του άλλου, του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων που συναποτελούν την κληρονομιαία περιουσία των συζύγων, ή που αποκλίνουν από τις νόμιμες διατάξεις για τη διανομή της κοινή περιουσίας, οι οποίες καταχωρίζονται στην υπηρεσία μητρώων και ακίνητης περιουσίας του Λουξεμβούργου (Administration de l’Enregistrement et des Domaines).
Τέλος, σε περίπτωση που ένας από τους συζύγους είναι έμπορος, απόσπασμα της γαμήλιας σύμβασης πρέπει να υποβληθεί στο μητρώο εμπορίου και εταιρειών (Registre de commerce et des sociétés) του Λουξεμβούργου (άρθρο 1020 παράγραφος 5 ΝΚΠΟΛΔ).
4.2. Ποια έγγραφα καταχωρούνται; Ποιες πληροφορίες καταχωρούνται;
Στα μητρώα καταχωρίζονται επίσης τα ακόλουθα στοιχεία: οι αιτήσεις διαχωρισμού περιουσίας, οι συμβολαιογραφικές πράξεις, οι δικαστικές αποφάσεις περί του καθεστώτος ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και ιδίως όλες οι τροποποιήσεις αυτού (χωρίς να επηρεάζεται η μελλοντική ρευστοποίηση της προϋφιστάμενης κοινής περιουσίας που τυχόν απομένει να πραγματοποιηθεί).4.3. Ποιος και με ποιον τρόπο μπορεί να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του μητρώου;
Αντίγραφα των αποσπασμάτων που τηρούνται στο ληξιαρχικό μητρώο χορηγούνται σε οποιονδήποτε υποβάλλει σχετικό αίτημα. Σε περίπτωση που έχει προστεθεί στον φάκελο ένδειξη περί διαγραφής, αντίγραφα των αποσπασμάτων που τηρούνται στο εν λόγω μητρώο δύνανται να χορηγηθούν μόνο με εισαγγελική άδεια (άρθρο 1129 ΝΚΠΟΛΔ). Αποσπάσματα από το μητρώο εμπορίου και εταιρειών δύνανται να μελετηθούν άμεσα επιτόπου ή να παραγγελθούν ηλεκτρονικά (www.rcsl.lu).4.4. Ποια είναι τα νομικά αποτελέσματα μιας εγγραφής (εγκυρότητα, αντιτάξιμο);
Τα νόμιμα αποτελέσματα της καταχώρισης διαφοροποιούνται ανάλογα με το εάν πρόκειται για τις σχέσεις μεταξύ των μερών ή τις σχέσεις έναντι τρίτων. Στις σχέσεις μεταξύ των μερών, οι τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης. Έναντι των τρίτων, οι τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ τρεις μήνες μετά την πραγματοποίηση της σχετικής καταχώρισης στον φάκελο, εκτός εάν οι σύζυγοι, κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης με τον τρίτο, τον ενημέρωσαν για τις τροποποιήσεις (άρθρο 1397 παράγραφος 2 ΑΚ). Ωστόσο, καμία τέτοια τροποποίηση δεν δεσμεύει τους πιστωτές των οποίων τα δικαιώματα είχαν γεννηθεί πριν από την τροποποίηση (άρθρο 1397 παράγραφος 3 ΑΚ).4.5. Γαμική συμβαση που συνήφθη στην αλλοδαπή σύμφωνα με αλλοδαπή νομοθεσία είναι δυνατόν να καταχωριστεί στη χώρα σας; Εάν ναι, βάσει ποιων όρων ή τυπικών προϋποθέσεων;
Ναι. Σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται «acte de dépôt» (πράξη κατάθεσης) καθώς και μετάφραση.5.1. Με ποιον τρόπο διαχωρίζεται η περιουσία (εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα);
Η κοινοκτημοσύνη λύεται στην περίπτωση διαζυγίου (άρθρο 1441 ΑΚ). Με τη λύση της, κάθε σύζυγος επανακτά την κατοχή των προσωπικών περιουσιακών στοιχείων του, εφόσον αυτά εξακολουθούν να υφίστανται, ή των περιουσιακών στοιχεία που τα υποκατέστησαν (άρθρο 1467 ΑΚ).Ακολούθως, δημιουργείται ένας λογαριασμός καταβολών για την καταγραφή των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από την κοινή περιουσία προς έκαστο σύζυγο, και των καταβολών τις οποίες έκαστος σύζυγος οφείλει να πραγματοποιήσει προς την κοινή περιουσία (άρθρο 1468 ΑΚ).
Στη συνέχεια, πραγματοποιείται διανομή (άρθρα 1475 επ. ΑΚ). Σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξης εξωδικαστικής λύσης, η διαφορά μεταξύ των μερών λύεται από το δικαστήριο.
5.2. Ποιος είναι υπεύθυνος για τα υπάρχοντα χρέη μετά το διαζύγιο/χωρισμό;
Στην περίπτωση που ένας σύζυγος αναλάβει ατομικά ορισμένη οφειλή,αυτός/αυτή μπορεί να εναχθεί για το σύνολο της εν λόγω οφειλής. Ο άλλος σύζυγος μπορεί να εναχθεί μόνο για το μισό της οφειλής, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνης (άρθρα 1482 και 1483 ΑΚ). Ένας σύζυγος δεν μπορεί να εναχθεί για προσωπικές οφειλές του άλλου συζύγου.5.3. Πρέπει ο ένας σύζυγος να εγείρει αξίωση για αντισταθμιστική πληρωμή;
ΌχιΕάν ο αποβιώσας σύζυγος αφήνει τέκνα ή κατιόντες τέτοιων, ο επιζών σύζυγος δικαιούται να κληρονομήσει, πλην εάν άλλως ορίζεται στη διαθήκη, κατ' επιλογή του, είτε τη μικρότερη αναλογούσα σε νόμιμο τέκνο μερίδα, υπό τον όρο ότι δεν θα υπολείπεται του ενός τετάρτου της κληρονομίας, είτε την επικαρπία του ακινήτου στο οποίο διαβιούσαν από κοινού οι σύζυγοι και της επίπλωσης του εν λόγω ακινήτου, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία ανήκαν στον θανόντα εξ ολοκλήρου ή από κοινού με τον επιζώντα σύζυγο (άρθρο 767-1 ΑΚ).
Εάν ο αποβιώσας σύζυγος δεν αφήνει τέκνα ή κατιόντες τέτοιων, ο επιζών σύζυγος δικαιούται, πλην εάν άλλως ορίζεται στη διαθήκη, το σύνολο της κληρονομίας, κατά πλήρη κυριότητα (άρθρο 767-2 ΑΚ).
Η σύνθεση της κληρονομιαίας περιουσίας, ακόμη και η ίδια η ύπαρξή της, μπορεί να επηρεάζεται από την ύπαρξη γαμήλιας σύμβασης.
Εάν ο αποβιώσας σύζυγος δεν αφήνει τέκνα ή κατιόντες τέτοιων, ο επιζών σύζυγος δικαιούται, πλην εάν άλλως ορίζεται στη διαθήκη, το σύνολο της κληρονομίας, κατά πλήρη κυριότητα (άρθρο 767-2 ΑΚ).
Η σύνθεση της κληρονομιαίας περιουσίας, ακόμη και η ίδια η ύπαρξή της, μπορεί να επηρεάζεται από την ύπαρξη γαμήλιας σύμβασης.
Όχι
Ο νόμος της 9ης Ιουλίου 2004 [Επίσημη Εφημερίδα (Mémorial) σ. 2019 και επόμενες, κοινοβουλευτικό έγγραφο αριθ. 4946] σχετικά με τις έννομες συνέπειες ορισμένων σχέσεων συμβίωσης τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2004.
Οι σύντροφοι που έχουν υποβάλει δήλωση σχέσης συμβίωσης δύνανται να ορίσουν τα περιουσιακά αποτελέσματα της σχέσης τους μέσω έγγραφης μεταξύ τους σύμβασης. Η σύμβαση δύναται να συναφθεί ή να τροποποιηθεί οποτεδήποτε. Κοινοποίηση της σύμβασης ή της τροποποίησης διαβιβάζεται στην Εισαγγελία εντός τριών εργάσιμων ημερών (άρθρο 6 του νόμου του 2004).
Ακόμη και στην περίπτωση που δεν υφίσταται σύμβαση, η δήλωση σχέσης συμβίωσης δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των συντρόφων, που είναι, σε πολλές πτυχές τους, παρόμοιες με αυτές μεταξύ συζύγων. Τα ανωτέρω ισχύουν μόνο για τις σχέσεις συμβίωσης που έχουν δηλωθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 του προαναφερθέντος νόμου (άρθρο 1 του νόμου του 2004). Δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις αναφορικά με τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συντρόφων μη καταχωρισμένων, μη έγγαμων σχέσεων συμβίωσης.
Ο νόμος του 2004 συμπληρώθηκε πρόσφατα με το νόμο της 3ης Αυγούστου 2010 (Επίσημη Εφημερίδα σ. 2019, κοινοβουλευτικό έγγραφο αριθ. 5904), το άρθρο 4-1 του οποίου αναγνωρίζει τις σχέσεις συμβίωσης που συνάφθηκαν στο εξωτερικό, παρέχοντάς τους τα ίδια δικαιώματα με αυτά που απολαμβάνουν οι σχέσεις συμβίωσης που συνάφθηκαν στο Λουξεμβούργο.
Οι σύντροφοι που έχουν υποβάλει δήλωση σχέσης συμβίωσης δύνανται να ορίσουν τα περιουσιακά αποτελέσματα της σχέσης τους μέσω έγγραφης μεταξύ τους σύμβασης. Η σύμβαση δύναται να συναφθεί ή να τροποποιηθεί οποτεδήποτε. Κοινοποίηση της σύμβασης ή της τροποποίησης διαβιβάζεται στην Εισαγγελία εντός τριών εργάσιμων ημερών (άρθρο 6 του νόμου του 2004).
Ακόμη και στην περίπτωση που δεν υφίσταται σύμβαση, η δήλωση σχέσης συμβίωσης δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των συντρόφων, που είναι, σε πολλές πτυχές τους, παρόμοιες με αυτές μεταξύ συζύγων. Τα ανωτέρω ισχύουν μόνο για τις σχέσεις συμβίωσης που έχουν δηλωθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 του προαναφερθέντος νόμου (άρθρο 1 του νόμου του 2004). Δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις αναφορικά με τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συντρόφων μη καταχωρισμένων, μη έγγαμων σχέσεων συμβίωσης.
Ο νόμος του 2004 συμπληρώθηκε πρόσφατα με το νόμο της 3ης Αυγούστου 2010 (Επίσημη Εφημερίδα σ. 2019, κοινοβουλευτικό έγγραφο αριθ. 5904), το άρθρο 4-1 του οποίου αναγνωρίζει τις σχέσεις συμβίωσης που συνάφθηκαν στο εξωτερικό, παρέχοντάς τους τα ίδια δικαιώματα με αυτά που απολαμβάνουν οι σχέσεις συμβίωσης που συνάφθηκαν στο Λουξεμβούργο.
Γίνεται γενικώς δεκτό ότι το αρμόδιο σε διεθνές επίπεδο δικαστήριο προσδιορίζεται βάσει των ίδιων κανόνων που καθορίζουν την κατά τόπο αρμοδιότητα στο εθνικό δίκαιο. Ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες που απονέμουν διεθνή δικαιοδοσία, όπως ο τόπος κατοικίας (ο τόπος κύριας εγκατάστασης), η ιθαγένεια, ο τόπος όπου βρίσκεται η περιουσία κ.λπ.
Στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, η απόφαση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού διατάζει συνήθως και την ρευστοποίηση και διανομή της κοινής περιουσίας, και διορίζει συμβολαιογράφο για την εκτέλεσή της.
Καταρχήν, η διεθνής δικαιοδοσία στις υποθέσεις που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων είναι ανεξάρτητη από τον τόπο των τυχόν υπαρχόντων ακινήτων. Ως εκ τούτου, τα λουξεμβουργιανά δικαστήρια δύνανται να διατάξουν την πώληση δια πλειστηριασμού και ακινήτων που βρίσκονται στην αλλοδαπή.
Εάν ο διορισθείς συμβολαιογράφος αδυνατεί να οδηγήσει τα μέρη σε συμφωνία, καταρτίζει έκθεση στην οποία καταγράφει τις αντίστοιχες αξιώσεις των μερών και τις παραπέμπει στο δικαστήριο.
Στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, η απόφαση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού διατάζει συνήθως και την ρευστοποίηση και διανομή της κοινής περιουσίας, και διορίζει συμβολαιογράφο για την εκτέλεσή της.
Καταρχήν, η διεθνής δικαιοδοσία στις υποθέσεις που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων είναι ανεξάρτητη από τον τόπο των τυχόν υπαρχόντων ακινήτων. Ως εκ τούτου, τα λουξεμβουργιανά δικαστήρια δύνανται να διατάξουν την πώληση δια πλειστηριασμού και ακινήτων που βρίσκονται στην αλλοδαπή.
Εάν ο διορισθείς συμβολαιογράφος αδυνατεί να οδηγήσει τα μέρη σε συμφωνία, καταρτίζει έκθεση στην οποία καταγράφει τις αντίστοιχες αξιώσεις των μερών και τις παραπέμπει στο δικαστήριο.